εδαφιαίος

εδαφιαίος
-α, -ο (Μ ἐδαφιαῑος, -α, -ον) [έδαφος]
αυτός που φτάνει ώς το έδαφος («εδαφιαία υπόκλιση).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εδαφιαίος — α, ο επίρρ. α που φτάνει ως το έδαφος: Του έκανε εδαφιαία υπόκλιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”